πουνιαλιά

πουνιαλιά
η, Ν
χτύπημα με πουνιάλο, δηλαδή με στιλέτο, μαχαιριά («τόν ηύρηκε η πουνιαλιά εκεί που τόν εκράτει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουνιάλο + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”